Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Παράγοντες που επιδρούν στη θεραπευτική σχέση ασθενών με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας

Γράφει η Ιωάννα Τρικούπη-Μπάγια, Ψυχολόγος – Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΠΜΣ «Προαγωγή & Αγωγή Υγείας»

Σύμφωνα με τους Levy, Beeney, Wasserman και Clarkin (2010), τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζονται από αστάθεια στη ζωή τους. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζουν αστάθεια στη λειτουργικότητά τους όσον αφορά στην εικόνα εαυτού, στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή και στις σχέσεις τους. Μία από τις σχέσεις που συνάπτουν είναι και αυτή με τον θεραπευτή τους. Ακόμα και σε αυτήν τη σχέση παρουσιάζουν αστάθεια· από τη μία εξιδανικεύουν τον θεραπευτή τους και από την άλλη τον υποτιμούν. Μία από τις μεταβλητές που σχετίζεται με τη θεραπευτική σχέση είναι η εκτελεστική προσοχή (executive attention). Οι ερευνητές εξέτασαν τη συσχέτιση μεταξύ εκτελεστικής προσοχής και θεραπευτικής συμμαχίας και αξιολόγησαν την ψυχική ταλάντευση (mental state vacillations) των ασθενών ως μεσολαβητικό παράγοντα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η κακή εκτελεστική προσοχή οδηγεί σε μεγαλύτερες ψυχικές ταλαντεύσεις, γεγονός που οδηγεί σε ασθενέστερη θεραπευτική συμμαχία.

Η εμπιστοσύνη (trust) είναι μία άλλη μεταβλητή, η οποία μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της θεραπευτικής σχέσης. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας θεωρούν την εμπιστοσύνη βασικό εργαλείο για τη δημιουργία και τη διατήρηση μιας καλής θεραπευτικής με τους μεταιχμιακούς ασθενείς. Από την πλευρά των ασθενών, για να δημιουργηθεί μία καλή θεραπευτική σχέση, ο θεραπευτής θα πρέπει να είναι διαθέσιμος και να έχει διάθεση να τους ακούσει και να τους κατανοήσει, έτσι ώστε να αισθανθούν οι ίδιοι συναισθηματικά και σωματικά ασφαλείς και να τον εμπιστευτούν (Langley & Klopper, 2005).

Οι Dinç και Gastmans (2013) αναζήτησαν παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να παρεμποδίσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των ασθενών με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας και των θεραπευτών και κατ’επέκταση τη σύναψη μίας καλής θεραπευτικής σχέσης. Οι παράγοντες που βρέθηκαν είναι οι εξής: α) η έλλειψη απαραίτητων γνώσεων και δεξιοτήτων, β) τα γλωσσικά εμπόδια εξαιτίας της χρήσης επιστημονικής ορολογίας, γ) η αποπροσωποποίηση των ασθενών μέσω της διάγνωσης, δ) ο ανεπαρκής χρόνος που αφιερώνεται στους ασθενείς λόγω του φόρτου εργασίας στο νοσοκομειακό περιβάλλον και ε) η έλλειψη κατανόησης του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού.

Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό οι θεραπευτές που εργάζονται με ασθενείς με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας να λαμβάνουν υπόψη τόσο τους γνωστικούς όσο και τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που διαμεσολαβούν στην προσπάθεια δημιουργίας και διατήρησης μιας καλής θεραπευτικής σχέσης.

Βιβλιογραφία

Dinç, L., & Gastmans, C. (2013). Trust in nurse–patient relationships: A literature review. Nursing Ethics, 20(5), 501-516.

Langley, G. C., & Klopper, H. (2005). Trust as a foundation for the therapeutic intervention for patients with borderline personality disorder. Journal of Psychiatric and Mental Health Nursing, 12(1), 23-32. doi: 10.1111/j.1365-2850.2004.00774.x

Levy, K. N., Beeney, J. E., Wasserman, R. H., & Clarkin, J. F. (2010). Conflict begets conflict: Executive control, mental state vacillations, and the therapeutic alliance in treatment of Borderline personality disorder. Psychotherapy Research, 20(4), 413-422. doi: 10.1080/10503301003636696

Παροχή νοσηλευτικής φροντίδας σε άτομα με Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας

Γράφει η Θεοδοσία Πελέκη, Νοσηλεύτρια – Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΠΜΣ «Προαγωγή & Αγωγή Υγείας»

Ως προσωπικότητα ορίζονται οι διαφορές στα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς, των συναισθημάτων και της σκέψης ενός ατόμου. Μια διαταραχή προσωπικότητας, λοιπόν, είναι ένα είδος ψυχικής ασθένειας, όπου τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου έχουν γίνει άκαμπτα και μπορούν να παρεμποδίσουν την αντίληψή του σε διάφορες καταστάσεις της ζωής, καθώς και τις σχέση του με τους συνανθρώπους του, καθιστώντας το κοινωνικά δυσλειτουργικό.

Μια από τις σοβαρότερες ψυχιατρικές παθήσεις αποτελεί η μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από ασταθείς διαπροσωπικές σχέσεις, αδιαμόρφωτη εικόνα εαυτού και ταυτότητας και μη υπαρκτό έλεγχο της παρορμητικότητας (Lieb et al., 2004), χαρακτηριστικά που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σπατάλη χρημάτων, υπερβολική κατανάλωση τροφίμων, ασταθείς σεξουαλικές σχέσεις και χρήση ουσιών. Επειδή τα άτομα με αυτή τη διαταραχή έχουν έντονα αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, συχνά νοσηλεύονται για απόπειρες αυτοκτονίας, ως αντίδραση στην εγκατάλειψη ή την απόρριψη από τους οικείους τους (Zimmerman et al., 2014˙ Andrewes et al., 2017).

Το νοσηλευτικό προσωπικό παίζει καθοριστικό ρόλο στη φροντίδα των ασθενών που πάσχουν από ψυχική διαταραχή και ο συνδυασμός επιστημονικών γνώσεων και κλινικής εμπειρίας αποτελούν τα σημαντικότερα εφόδια των επαγγελματιών. Ο/Η νοσηλευτής/τρια πρέπει να είναι σε θέση να καταλάβει τις ανάγκες του ατόμου και να διαχειριστεί κατάλληλα και εξατομικευμένα το περιστατικό στο πλαίσιο της νοσηλευτικής φροντίδας. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως τα προγράμματα νοσηλευτικής φροντίδας απαιτούν συνεργατική παρέμβαση και ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της διαταραχής προσωπικότητας, τη σοβαρότητα και την κατάσταση της υγείας του ατόμου (Bland & Rossen, 2005˙ Dickens et al., 2016)

Οι στόχοι της φροντίδας είναι σημαντικό να εστιάζουν στην εδραίωση της εμπιστοσύνης, στην παροχή ασφάλειας, στη διδασκαλία βασικών δεξιοτήτων διαβίωσης και στην προώθηση μιας υπεύθυνης συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, τα νοσηλευτικά πλάνα φροντίδας για τη μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας εστιάζουν, κυρίως, στις παρορμητικές και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές των ατόμων, στην ασταθή ταυτότητα ή αντίληψη εαυτού (χαμηλή αυτοεκτίμηση), στη μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση λόγω του φόβου του ατόμου για εγκατάλειψη, καθώς και στα ασταθή συναισθήματα (γρήγορες εναλλαγές του συναισθήματος, υψηλή συναισθηματική ευαισθησία ή καχυποψία, κτλ.) (Lynn, 2012).

Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται ενδεικτικά νοσηλευτικές διεργασίες για κάθε ανάγκη/πρόβλημα του/της ασθενούς με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας[1].

Αξιολόγηση – Νοσηλευτική ΔιάγνωσηΑντικειμενικός ΣκοπόςΣχεδιασμός Προγράμματος ΦροντίδαςΕφαρμογή Προγράμματος Νοσηλευτικής ΦροντίδαςΑξιολόγηση Αποτελέσματος
Αυτοκτονικές ΤάσειςΔιατήρηση της ασφάλειας του/της ασθενούς κατά την παραμονή του/της στο νοσοκομείοΕκτίμηση βαθμού κινδύνου αυτοκτονίας   Ελαχιστοποίηση δυνατότητας αυτοκαταστροφήςΣυστηματική παρακολούθηση ασθενούς ανά τακτά χρονικά διαστήματα (π.χ. 15 λεπτά)Συστηματικός έλεγχος του περιβάλλοντος για επικίνδυνα σημεία (πόρτες, παράθυρα, κτλ.)Απομάκρυνση όλων των επικίνδυνων βλαπτικών αντικειμένων (αιχμηρά αντικείμενα, κορδόνια, πλαστικές σακούλες, κτλ.)Συζήτηση με τον/την ασθενήΕλεγχόμενη αντιμετώπιση αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς και εξάλειψη αυτοκαταστροφικών τάσεων
Επιθετικότητα/ Άκαμπτη συμπεριφοράΔιατήρηση ηρεμίας ασθενούς και περιβάλλοντός του  Ψυχολογική υποστήριξηΕνημέρωση για την ανάγκη τήρησης της θεραπευτικής αποκατάστασηςΠαρακολούθηση εξασθένισης συμπτωμάτωνΕνθάρρυνση του/της ασθενούς να εκφράσει τα συναισθήματα του/της, προκειμένου να μειωθεί η ακαμψία και η ανάγκη για έλεγχο.Εκπαίδευση του/της ασθενούς να αναγνωρίζει κάθε έκπτωση ή δυσφορία που σχετίζεται με την ανάγκη του/της για έλεγχοΨυχική αποκατάσταση ασθενούςΑποφυγή υποτροπής
Δυσφορική ΔιάθεσηΕξάλειψη δυσφορικής διάθεσηςΕλάττωση άγχουςΕνθάρρυνση λεκτικής έκφρασης των συναισθημάτωνΨυχολογική υποστήριξη του/της ασθενούςΠαρουσία ενδιαφέροντος για τις απόψεις του/της ασθενούςΧρησιμοποίηση περιόδων σιωπής, ώστε να σκέφτεται ο ασθενής όσα έχει πει κατά την διάρκεια της συζήτησης.Ενθάρρυνση αυτοεκτίμηση μέσω την ομιλίαςΑναγνώριση και σεβασμός των συναισθημάτωνΕνίσχυση προσωπικής αξιοπρέπειαςΥποχώρηση δυσφορικής διάθεσηςΕλάττωση άγχους
Έντονο άγχοςΜείωση άγχουςΕλάττωση πιθανής υπερκινητικότη-ταςΠροώθηση διαλόγουΠερίπατος με τον/την ασθενήΉρεμη προσέγγιση του/της ασθενούςΚατανόηση αναγκών ως ανασταλτικού παράγοντα του άγχουςΔιδασκαλία ασκήσεων αργών και βαθιών αναπνοώνΑποφυγή λήψης καφεΐνης, νικοτίνης και άλλων ψυχοδραστικών ουσιώνΔιδασκαλία ανοχής ελαφρών επιπέδων άγχουςΔιδασκαλία διοχέτευσης άγχους σε εποικοδομητική συμπεριφορά και δραστηριότητεςΜείωση του άγχουςΗρεμία ασθενούς και μείωση της υπερκινητικότητας
Μειωμένο ενδιαφέρον/ Κοινωνική απομόνωσηΕξάλειψη συμπτωμάτωνΕνθάρρυνση ασθενούςΨυχολογική υποστήριξη Πρόληψη εξαρτημένης συμπεριφοράς στα φαρμακευτικά σκευάσματαΠαραπομπή ασθενούς για ψυχοθεραπείαΣυνολική και συνεχής στήριξη ασθενούςΕνθάρρυνση για αλληλεπίδραση με άλλα άτομαΠρόληψη υποτροπήςΑποφυγή χορήγησης αντιψυχωσικών φαρμάκων Ψυχικοκοινωνική αποκατάσταση ασθενούςΚοινωνικοποίηση    


Βιβλιογραφία

Bland, A.R., & Rossen, E.K. (2005). Clinical supervision of nurses working with patients with borderline personality disorder. Issues in mental health nursing, 26(5), 507-517. doi: 10.1080/01612840590931957

Dickens, G.L., Hallett, N., & Lamont, E. (2016). Interventions to improve mental health nurses’ skills, attitudes, and knowledge related to people with a diagnosis of borderline personality disorder: Systematic review. International journal of nursing studies, 56, 114-127. doi: 10.1016/j.ijnurstu.2015.10.019

Doenges, M., Moorhouse, M., & Murr, A. (2009). Οδηγός Ανάπτυξης Σχεδίου Νοσηλευτικής Φροντίδας: Διαγνώσεις. Παρεμβάσεις και Αιτιολογήσεις. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης.  

Zimmerman, M., Martinez, J., Young, D., Chelminski, I., Morgan, T.A., & Dalrymple, K. (2014). Comorbid bipolar disorder and borderline personality disorder and history of suicide attempts. Journal of personality disorders, 28(3), 358-364. doi: 10.1521/pedi_2013_27_122

Andrewes, H.E., Hulbert, C., Cotton, S.M., Betts, J., & Chanen, A.M. (2017). Relationships between the frequency and severity of non‐suicidal self‐injury and suicide attempts in youth with borderline personality disorder. Early Intervention in Psychiatry. doi: 10.1111/eip.12461

Lieb, K., Zanarini, M.C., Schmahl, C., Linehan, M.M., & Bohus, P.M. (2004). Borderline personality
disorder. Lancet,364(9432), 453-461. doi: 10.1155/2012/601918

Lynn, P. (2012). Κλινικές νοσηλευτικές δεξιότητες και νοσηλευτική διεργασία. Εκδόσεις: Εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδης.

 


[1] Η διαμόρφωση του πίνακα βασίστηκε στις εργασίες των Doenges et al. (2009) και Lynn (2012).

«ΜΕΘΟΡΙΑΚΑ…»

Γράφει ο Χαράλαμπος Στάικος, RMHN, MSc, κλινικός εκπαιδευτής ΕΚΠΑ

Αναμφίβολα, όταν η επιστημονική μας κοινότητα διερευνά και μελετά τις διαταραχές προσωπικότητας, βρίσκεται εξ ορισμού ενώπιον τεράστιων προκλήσεων, ερωτημάτων, αντιθέσεων αλλά και αντιφάσεων. Η γενεσιουργός πηγή αυτών των προκλήσεων στη μελέτη  της Μεθοριακής (Μεταιχμιακής) Διαταραχής Προσωπικότητας (ΜΔΠ) διέπεται αναπόφευκτα από μία διττή διακλάδωση: αφενός δεν γνωρίζουμε την πρωτοπαθή αιτιολογία εκδήλωσης της νόσου και αφετέρου στην ερμηνεία της ενέχουν θέση σημαντικές επιστήμες πέραν της Ιατρικής, όπως η Ψυχολογία και η Κοινωνιολογία.

Αρχικά,  όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, η αδυναμία εντοπισμού της πρωτοπαθούς αιτιολογίας, παρά τις αδιάκοπες προσπάθειες της επιστημονικής κοινότητας, από τη μία πλευρά μάς στερεί τη δυνατότητα επαρκούς θεραπευτικής αντιμετώπισης της διαταραχής και από την άλλη πλευρά επιτρέπει παρερμηνείες, παρεξηγήσεις, όπως και την ανάπτυξης μίας επιστημονικά αβάσιμης παραφιλολογίας σχετικά με την προέλευση και την αντιμετώπιση της  νόσου.

Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος, είναι αυταπόδεικτο πως η διεπιστημονική προσέγγιση της ΜΔΠ δυνητικά αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στην ερμηνεία, διαχείριση και αντιμετώπιση της, αρκεί να χρησιμοποιείται η σωστή μεθοδολογία και να επικρατεί κλίμα αμοιβαίας συνεργασίας και  αποδοχής, με απώτερο σκοπό την προαγωγή της επιστήμης και της διανοητικής υγείας στο γενικό πληθυσμό.

Εν κατακλείδι, η επώδυνη διαδρομή της ΜΔΠ, όπως και κάθε διαταραχής του νου, «λειαίνεται» και «μαλακώνει» μέσα από το δρόμο της επιστήμης, της αδιάκοπης μελέτης, της έρευνας και της διεπιστημονικής συνεργασίας, μακριά από τις προκαταλήψεις, την παραφιλολογία, τις δοξασίες και το κάθε είδους στίγμα.

Συστήματα ψυχιατρικής ταξινόμησης της Μεταιχμιακής Διαταραχής Προσωπικότητας

Γράφει η Σταυρούλα Λίλου, Νοσηλεύτρια – MSc «Διοίκηση Μονάδων Υγείας»

Τα δυο παγκοσμίως αποδεκτά συστήματα ταξινόμησης νόσων το ICD-11 της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (WHO) και το DSM-V της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (APA) υιοθετούν μια μη νοσολογική προσέγγιση και βασίζουν την ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών στην ψυχοπαθολογία, η οποία παίρνει την κεντρική βαθμίδα στην κλινική αξιολόγηση για σκοπούς κατηγοριοποίησης. Συγκρίσεις των κριτηρίων DSM και ICD, όταν εφαρμόζονται στην ίδια ομάδα ασθενών, έχουν δείξει, από τις παλιότερες ακόμα εκδόσεις, ότι υπάρχει ελάχιστη συμφωνία μεταξύ των δύο συστημάτων (Fonagy, Campbell & Bateman, 2016˙ National Collaborating Centre for Mental Health, 2009). Μια σημαντική διαφορά τους είναι ο ρόλος των λειτουργικών κριτηρίων, τα οποία είναι υποχρεωτικά στο DSM-V, αλλά όχι στο ICD-11. Ούτε το DSM-V ούτε το ICD-11 έχουν εισαγάγει νευροβιολογικούς ή γενετικούς παράγοντες στην ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών. Και τα δύο συστήματα εκτιμούν συμπτώματα και συμπεριφορές. Ορισμένες διαφορές επικρατούν όσον αφορά τα κριτήρια χρόνου και το χειρισμό σύντομων ψυχωσικών εκτροπών (Gaebel, 2015). Σύμφωνα με το ICD-11, δεν υπάρχει αυτόνομη κατηγορία ΜΔΠ αλλά υπάρχει μια ενιαία κατηγορία διαταραχών που ονομάζεται «Συναισθηματικά ασταθής διαταραχή προσωπικότητας, μεταιχμιακού τύπου» (Bordeline Type F 60.31). Με το σκεπτικό αυτό επιλύεται το ζήτημα της συννοσηρότητας σε διάφορες κατηγορίες διαταραχών προσωπικότητας. Το DSM-V, όμως, έχει εισάγει την αυτόνομη ύπαρξη της διαταραχής ως Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας (Borderline Personality Disorder). Μια άλλη διαφορά που εντοπίζεται στα δύο συστήματα ταξινόμησης αφορά την ηλικία έναρξης της διαταραχής, όπου, σύμφωνα με DSM-V, η διάγνωση είναι πιθανό να τεθεί και πριν τα 18 έτη, ενώ το ICD-11 υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να τεθεί σε ηλικία κάτω των 18 ετών, επειδή η προσωπικότητα δεν έχει ολοκληρωθεί.  To ICD-11 είναι μια καινούργια πλατφόρμα που συνδυάζει το ICD-10 και μια βάση δεδομένων, γνωστή ως SNOMED-CT. Είναι ένα εξελιγμένο και διαφορετικό σύστημα κατηγοριοποίησης με περαιτέρω επεξηγήσεις πάνω στις βασικές κατηγοριοποιήσεις[1]. Στον παρακάτω πίνακα επιχειρείται σύγκριση των συστημάτων ταξινόμησης.

DSM IVDSM VICD 10ICD 11
Διαγνωστικό σύστημα ταξινόμησης αφορά μόνο ψυχικές και συμπεριφορικές διαταραχές. Το ίδιο με DSM IVΔιαγνωστικό σύστημα ταξινόμησης που ακολουθείται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) και αφορά όλες τις διαταραχές στην ιατρική. Είναι η επίσημη παγκόσμια ταξινόμηση.Το ίδιο με ICD 10
Έχει ένα γενικό κεφάλαιο με τις Διαταραχές προσωπικότητας, οι οποίες χωρίζονται όμως σε 3 ομάδες (clusters A, B και C) με τη Μεθοριακή Διαταραχή προσωπικότητας να ανήκει στη Β ομάδα και δε διαιρείται σε υποτύπους.Το ίδιο με DSM IVΈχει μια γενική κατηγορία με τον τίτλο Ειδικές Διαταραχές Προσωπικότητας(F60), στην οποία ανήκει η Διαταραχή προσωπικότητας τύπου συναισθηματικής αστάθειαςΣυνδυάζει  το ICD-10 και μια βάση δεδομένων, γνωστή ως SNOMEDCT.
Λειτουργικά κριτήρια (υποχρεωτική παρουσία)Το ίδιο με DSM IVΠροσφέρει διαγνωστικές περιγραφές αλλά όχι λειτουργικά κριτήρια.Το ίδιο με ICD 10
Αυτόνομη ύπαρξη διαταραχής: Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας (Borderline Personality Disorder).Το ίδιο με DSM IVΕνιαία κατηγορία διαταραχών: Συναισθηματική ασταθής διαταραχή προσωπικότητας, μεταιχμιακού τύπου» Το ίδιο με ICD 10
Η διάγνωση είναι πιθανό να τεθεί και πριν τα 18 έτηΤο ίδιο με DSM IVΗ διάγνωση δεν πρέπει να τεθεί σε ηλικία κάτω των 18 ετώνΤο ίδιο με ICD 10
Είναι πολυαξονικό με 3 ομάδες(clusters) Έχει ένα άξονα με 3 ομάδες(clusters)Κωδ. F60.3 και κατηγοριοποιείται σε δύο υποτύπους παρορμητικό (F60.30)[2]  και μεθοριακό (F60.31)[3]. Δεν υπάρχουν οι 3 ομάδες (clusters) του DSMΣυνδυάζει  το ICD-10 και μια βάση δεδομένων, γνωστή ως SNOMEDCT.
Περιλαμβάνονται και “προσδιορίσιμες/μη προσδιορίσιμες” επιλογές διαταραχώνΠροτείνεται εναλλακτική ταξινόμηση η οποία θα βασίζεται στο βαθμό έκπτωσης της λειτουργικότητας και την παρουσία παθολογικών χαρακτηριστικών, που αντικαθιστά την κατηγορία της “μη προσδιορίσιμης¨ διαταραχής . Αφορούν και άτομα που είτε έχουν είτε δεν έχουν κάποια διαταραχή.  

Πίνακας: Σύγκριση των συστημάτων ταξινόμησης (Ιδία προσαρμογή)

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ανάλογα με το διαγνωστικό σύστημα που χρησιμοποιείται ο ασθενής μπορεί να λάβει διαφορετικές διαγνώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δίκτυο Κριτικής Ψυχιατρικής στην Αγγλία υπό τον Sami Tamimi εργάζεται για να καταργήσει την ταξινόμηση και των δύο συστημάτων, καθώς αυτή εγείρει πολλές διαμάχες. Επίσης, είναι εμφανές ότι τα κριτήρια για τη μεταιχμιακή διαταραχή δεν αλλάζουν μεταξύ των δύο DSM (IV & V). Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος που παρουσιάζονται οι διαταραχές προσωπικότητας στο DSM-V. Υπάρχει μια γενική περιγραφή του σκελετού της διαταραχής προσωπικότητας που εφαρμόζεται και στις δέκα ειδικές διαταραχές προσωπικότητας. Δηλαδή, προτείνεται μια νέα εναλλακτική ταξινόμηση, η οποία βασίζεται στο βαθμό έκπτωσης της λειτουργικότητας και την παρουσία παθολογικών χαρακτηριστικών, που αντικαθιστά την κατηγορία της «μη προσδιορίσιμης» διαταραχής προσωπικότητας και παρέχει μια πιο πλήρη διάγνωση για άτομα που δεν μπορούν να περιγραφούν πλήρως από μια ειδική κατηγορία προσωπικότητας.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Fonagy, P., Campbell, C. & Bateman, A. W. (2016). Update on Diagnostic Issues for Borderline Personality Disorder. Psychiatric Time, 33(7). Retrieved February 2, 2018 from http://www.psychiatrictimes.com/cme/update-diagnostic-issues-borderline-personality-disorder

Gaebel, W. (2015). ICD-11 and DSM-5 – Similarities and Differences. European Psychiatry, 30(1), 115. https://doi.org/10.1016/S0924-9338(15)31836-8

National Collaborating Centre for Mental Health (2009). Borderline Personality Disorder. The NICE Guideline on Treatment and Management. London: The British Psychological Society & The Royal College of Psychiatrists. Retrieved February 9, 2017 from   https://www.nice.org.uk


[1] Ενδεικτικά, στο ICD-11 οι διαταραχές της προσωπικότητας (6D10) χωρίζονται σε ήπιας (6D10.0), μέτριας (6D10.1) έντονης (6D10.2) και αδιευκρίνιστης (6D10.Z) βαρύτητας. Σε αυτή την κατηγοριοποίηση υπάρχει η δυνατότητα προσθήκης λεπτομερειών και περαιτέρω κωδικών ανάλογα με τα επιμέρους χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, στην κατηγορία 6D10.0 μπορεί να προστεθεί η κατηγορία 6D11 με τα προεξάρχοντα χαρακτηριστικά και του τύπους συμπεριφοράς από 6D11.0 έως και 6D11.5, που αντιστοιχεί στον μεθοριακό (μεταιχμιακό) τύπο. Ουσιαστικά, δηλαδή, κάθε οντότητα μπορεί να περιγραφεί από 2 κωδικούς 6D10.2/6D11.5 και ως νοσολογικό ταξινομικό σύστημα επικεντρώνεται περισσότερο στην κλινική χρησιμότητα.

[2] Ο παρορμητικός τύπος χαρακτηρίζεται από συναισθηματική αστάθεια και αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων, εκρήξεις συμπεριφοράς και είναι συνήθης ιδιαίτερα ως απάντηση στην κριτική των άλλων.

[3] O μεθοριακός (μεταιχμιακός) τύπος χαρακτηρίζεται, πέρα από τα χαρακτηριστικά της συναισθηματικής αστάθειας, από ενοχλήσεις στην εικόνα του εαυτού, στους σκοπούς και στις προσωπικές προτιμήσεις και από συναισθήματα κενού. Η επιρρέπεια του ατόμου να δημιουργεί έντονες και ασταθείς διαπροσωπικές σχέσεις μπορεί να προκαλεί επανειλημμένες συναισθηματικές κρίσεις και να σχετίζεται με έντονες προσπάθειες να αποφευχθεί η εγκατάλειψη, καθώς και μια σειρά από απειλές αυτοκτονίας ή αυτοβλαπτικές πράξεις.

Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας και Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας: Η εμπειρία των ασθενων

Γράφει η Ιωάννα Τρικούπη-Μπάγια, Ψυχολόγος – Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΠΜΣ «Προαγωγή & Αγωγή Υγείας»

Οι άνθρωποι με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας (ΜΔΠ) παρουσιάζουν γενικά απρόβλεπτη συμπεριφορά, λόγω της αστάθειας που εμφανίζουν τόσο στη διάθεση όσο και στην αίσθηση του εαυτού. Επιπλέον, διακατέχονται από αυτοκαταστροφικότητα και παρορμητικότητα. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας αναφέρουν συχνά ότι οι ασθενείς με ΜΔΠ αντιδρούν υπερβολικά με αρνητικούς τρόπους και για αυτό το λόγο προκαλούν αντιδράσεις από μέρους του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Οι περισσότερες έρευνες, οι οποίες διερευνούν την αλληλεπίδραση μεταξύ επαγγελματία ψυχικής υγείας και ασθενούς, εστιάζουν στις στάσεις και τις συμπεριφορές των επαγγελματιών, ενώ η άποψη των ίδιων των ασθενών μοιάζει να αγνοείται. Παρακάτω, θα παρουσιάσουμε τα δεδομένα από έρευνες, οι οποίες διενεργήθηκαν για να εξετάσουν τις εμπειρίες των ασθενών με ΜΔΠ από την επαφή τους με το προσωπικό των δομών ψυχικής υγείας και το βαθμό ικανοποίησής τους από τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας και φροντίδας. Δυστυχώς, όλα τα δεδομένα προέρχονται από έρευνες του εξωτερικού, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ελληνική κλινική πραγματικότητα.

            Οι Perseius, Ekdahl, Åsberg και Samuelsson (2005), χρησιμοποιώντας αφηγηματικές συνεντεύξεις με ασθενείς με ΜΔΠ, επιχείρησαν να διερευνήσουν τις καταστάσεις ζωής και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εν λόγω ασθενείς όταν αναζητούν βοήθεια στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Με βάση τα δεδομένα, η ζωή των ατόμων με ΜΔΠ χαρακτηριζόταν από έντονο πόνο και αγωνία, με αισθήματα κενότητας, απελπισίας και έλλειψης νοήματος. Επίσης, τα άτομα με ΜΔΠ που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι ένιωθαν θυμό και αδυναμία και ανέφεραν ότι δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τα συναισθήματά τους. Προκειμένου να δείχνουν αξιοπρεπείς και να κερδίζουν το σεβασμό των άλλων, δήλωσαν ότι φορούσαν τη «μάσκα της κανονικότητας» στην καθημερινή τους ζωή, παριστάνοντας τους «φυσιολογικούς» στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις (συμπεριφέρονταν, δηλαδή, όπως πίστευαν ότι οι άλλοι προσδοκούσαν από εκείνους). Σχετικά με το προσωπικό στις μονάδες φροντίδας, οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι δεν έλαβαν ευαισθησία και συμπόνια από τη μεταξύ τους επαφή, ενώ συχνά βίωναν «προδοσία» από τους θεραπευτές, οι οποίοι τερμάτιζαν τη θεραπευτική διαδικασία νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Το γεγονός αυτό μεγάλωνε την απελπισία τους και τους απομάκρυνε από τις δομές ψυχικής υγείας.

            Οι Lawn και McMahon (2015) διερεύνησαν την εμπειρία 153 ατόμων με ΜΔΠ από τα νοσοκομεία και τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Οι ασθενείς του δείγματος τους αντιμετώπιζαν δυσκολία στην αναζήτηση βοήθειας από τα τμήματα έκτακτης ανάγκης του νοσοκομείου είτε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κλινών είτε λόγω προκατάληψης από πλευράς των επαγγελματιών υγείας, οι οποίοι τους χαρακτήριζαν «αυτοκτονικούς» και «ανασφαλείς», γεγονός που τους καθιστούσε personae non gratae. Στη συγκεκριμένη έρευνα, εξετάστηκε και ο ρόλος του φύλου στην αναζήτηση βοήθειας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι άνδρες ήταν λιγότερο πιθανό να απευθυνθούν σε έναν ψυχοθεραπευτή σε σχέση με τις γυναίκες, ενώ το ποσοστό των ανδρών που αιτούνταν εισαγωγή σε ψυχιατρική κλινική ανερχόταν στο 12,5% έναντι 50,5% των γυναικών.

            Άλλη μία ποιοτική έρευνα με συνεντεύξεις ήταν αυτή των Rogers και Acton (2012), με στόχο και πάλι τη διερεύνηση των εμπειριών των ασθενών με ΜΔΠ από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι υπήρχε έλλειψη γνώσης και κατανόησης από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο συχνά υιοθετούσε αρνητικές στάσεις απέναντί τους. Πιο συγκεκριμένα, πολλές φορές το προσωπικό ήταν απορριπτικό και δεν εξέφραζε ευαισθησία και συμπάθεια. Επιπλέον, η έλλειψη πληροφοριών από τους επαγγελματίες υγείας οδηγούσε τους συμμετέχοντες στην αναζήτηση άλλων πηγών πληροφόρησης, όπως το διαδίκτυο. Σχετικά με τη φαρμακοθεραπεία, οι ασθενείς δήλωσαν ότι αισθάνονταν «πειραματόζωα», καθώς οι γιατροί άλλαζαν πολύ συχνά την αγωγή τους, με αποτέλεσμα να έχουν δοκιμάσει πολλά και ποικίλα φάρμακα, αντιμετωπίζοντας κάθε φορά τις συνεπαγόμενες παρενέργειες.

            Τέλος, ο Fallon (2003), σε ανάλογη έρευνα, κατέληξε στο ότι το νοσοκομείο αποτελούσε ένα τρομακτικό περιβάλλον για τους ασθενείς με ΜΔΠ, καθώς οι επαγγελματίες υγείας είχαν αρνητικές στάσεις και συμπεριφορές απέναντί τους, δείχνοντας απροθυμία να  τους εξηγήσουν τη θεραπευτική διαδικασία που θα ακολουθούσαν.

            Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η ΜΔΠ δεν αντιμετωπίζεται όπως θα έπρεπε εντός του κλινικού πλαισίου. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας φαίνεται να μη διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες διαχείρισης όσον αφορά τη συγκεκριμένη διαταραχή, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να αντιμετωπίζονται με λάθος τρόπο και να «αποβάλλονται» ή να «απομονώνονται» από το σύστημα υγείας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, θέτοντας τους ασθενείς με ΜΔΠ εκτός θεραπείας και φροντίδας, αυξάνεται η ευαλωτότητά τους και ο κίνδυνος υιοθέτησης αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών.

Βιβλιογραφία

Fallon, P. (2003). Travelling through the system: the lived experience of people with borderline personality disorder in contact with psychiatric services. Journal of Psychiatric and Mental Health Nursing, 10(4), 393-401. doi: 10.1046/j.1365-2850.2003.00617.x

Lawn, S., & McMahon, J. (2015). Experiences of care by Australians with a diagnosis of borderline personality    disorder. Journal of psychiatric and mental health nursing, 22(7), 510-521. doi: 10.1111/jpm.12226

Rogers, B., & Acton, T. (2012). ‘I think we’re all guinea pigs really’: a qualitative study of medication and borderline personality disorder. Journal of psychiatric and mental health nursing, 19(4), 341-347. doi: 10.1111/j.1365-2850.2011.01800.x

Perseius, K. I., Ekdahl, S., Åsberg, M., & Samuelsson, M. (2005). To tame a volcano: patients with borderline personality disorder and their perceptions of suffering. Archives of Psychiatric Nursing, 19(4), 160-168. doi: 10.1016/j.apnu.2005.05.001